τοιοῦτος,-αύτη,-οῦτο(ν)

τοιοῦτος,-αύτη,-οῦτο(ν)
+ R 10-6-15-19-32=82 Gn 39,11; 41,19.38; Ex 9,18.24
such (a), like this Gn 41,38; certain Gn 39,11
ἥτις τοιαύτη such as (τοιοῦτος after a rel. pron. is due to Semit. influence) Ex 9,18
*Ez 31,8 τοιαῦται as this-כמוהו for MT עממהו overshadowed him

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”